- ακροβατικός
- -ή, -ό (Α ἀκροβατικός) [ἀκροβάτης]νεοελλ.1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ακροβασία και στους ακροβάτες2. αυτός που εκτελείται από ακροβάτη3. ο επιτήδειος ή αυτός που μετέρχεται ριψοκίνδυνα τεχνάσματα, ιδιαίτερα στην πολιτική4. το θηλ. ως ουσ. η ακροβατικήη τέχνη ή το επάγγελμα τού ακροβάτη5. το ουδ. ως ουσ. το ακροβατικόη ακροβασίατα ακροβατικάπαλαιά και ειδικευμένη τέχνη στα άλματα, στις τούμπες και στην ισορροπία, κατά την οποία συχνά χρησιμοποιούνται όργανα, όπως κοντάρια, μονόκυκλα, μπάλες, βαρέλια, σχοινιά και ιπτάμενες αιώρεςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκροβατικόνείδος μηχανήματος κατάλληλου για ανύψωση ή ανάβαση.
Dictionary of Greek. 2013.